- ωστός
- -ή, -όν, Ααυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ωθήσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ- τού μέλλ. ὤσω τού ρ. ὠθῶ, μτγν. τ. τών σύνθ. σε -ωστος (πρβλ. ἄπ-ωστος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠστός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠστόν — ὠστός masc acc sg ὠστός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠστῶ — ὠστός masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωστίζομαι — Ν (ιδίως για πρόσ.) συνωθούμαι, στρυμώχνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὠστός, ρηματ. επιθ. τού ρ. ὠθῶ + ρηματ. κατάλ. ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ωστίζω — Α [ὠστός] (συν. το μέσ.) ὠστίζομαι α) σπρώχνομαι εδώ κι εκεί β) αγωνίζομαι να καταλάβω κάτι («εἰς τὴν προεδρίαν... ὠστίζεται», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek